- λιγούτσικος
- και ολιγούτσικος, -η, -οπολύ λίγος, ελάχιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαμίτσικος — η, ο ελάχιστος, λιγούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμίτσιν, υποκοριστικό του δαμίν] … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
ολιγούτσικος — και λιγούτσικος, η, ο [ολίγος] πολύ λίγος … Dictionary of Greek